κούρκουμον

κούρκουμον
κούρκουμον, τό,
A = κημός, Hsch.s.v. ἐν κημῷ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κούρκουμον — κούρκουμον, τὸ (ΑM, M και κούρκωμον) είδος χαλιναριού, φίμωτρο, που τοποθετείται γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curcuma] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουμώνω — (Μ) [κούρκουμον] φιμώνω …   Dictionary of Greek

  • κούρκωμον — κούρκωμον, τὸ (Μ) βλ. κούρκουμον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”